καταφόρηση

καταφόρηση
1. η μεταφορά προς τα κάτω, η εξώθηση προς τα κάτω («καταφόρηση άμμου από τα νερά τού ποταμού»)
2. χημ. μετατόπιση τών σωματιδίων προς την κάθοδο σε ένα κολλοειδές σύστημα υπό την επίδραση τού ηλεκτρικού πεδίου
3. ιατρ. εισαγωγή φαρμακευτικών ουσιών στον οργανισμό διά μέσου τού δέρματος με τη χρήση ιοντοφοράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταφορῶ. Ως επιστημονικός όρος αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cataphoresis < cata- (πρβλ. κατα-) + -phoresis (πρβλ. φόρησις < φορώ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καταφορητικός — ή, ό (Α καταφορητικός, ή, όν) νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καταφόρηση αρχ. αυτός που εξαντλεί, που καταστρέφει. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φορητικός (< φορητός < φορῶ), πρβλ. δια φορητικός, περι φορητικός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”